-
1 σκοτωθείς
σκοτόωdarken: aor part pass masc nom /voc sg -
2 σκοτόω
σκοτόω, 1) finster, dunkel machen, verfinstern, verdunkeln; ἐγὼ σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα, Soph. Ai. 85; Plat. Rep. VII, 518 a. – 2) drehend, schwindlig machen, daß es Einem dunkel vor den Augen wird, ἐσκοτώϑην καὶ ἰλλιγγίασα, Plat. Prot. 339 e; vgl. Pol. 10, 13, 8; τῇ πλάνῃ σκοτούμενος, Pallad. 121 (X, 96); ὁ σκοτωϑείς, S. Emp. adv. log. 1, 192.
-
3 σκοτοω
погружать во тьму, перен. помрачать, ослеплять(βλέφαρα δεδορκότα Soph.)
τῇ πλάνῃ σκοτούμενος Anth. — ослепленный заблуждением;ἐσκοτώθην Plat. — у меня в глазах потемнело;
См. также в других словарях:
σκοτωθείς — σκοτόω darken aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… … Dictionary of Greek